- ἀφοσιώμενοι
- ἀφοσιόωpurify from guiltpres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)ἀφοσιόωpurify from guiltpres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αναρχοσυνδικαλισμός — ο μορφή του αναρχισμού που πρεσβεύει ότι τα συνδικάτα δεν πρέπει να είναι όργανα οικονομικών διεκδικήσεων ούτε ασπίδα των εργαζομένων, αλλά μαχητικοί οργανισμοί αφοσιωμένοι στην καταστροφή του καπιταλισμού και του κράτους … Dictionary of Greek
μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ες-Ες — (S.S.). Αρχικά της σύνθετης γερμανικής λέξης Schutzstαffel, που σημαίνει τμήμα ασφάλειας. Το γερμανικό αυτό στρατιωτικό σώμα συγκροτήθηκε αρχικά από επαγγελματίες κακοποιούς και κοινωνικά αποβράσματα, που αποτελούσαν άλλωστε τη σωματοφυλακή του… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κιτς, Τζον — (John Κeats, Λονδίνο 1795 – Ρώμη 1821). Άγγλος ποιητής. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και η σύντομη ζωή του ήταν γεμάτη κακουχίες. Ήταν μόλις 8 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του και 14 όταν πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση, ασθένεια που… … Dictionary of Greek
Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… … Dictionary of Greek
Μέδικοι — (Medici). Μεγάλη οικογένεια της Φλωρεντίας. Από τις αρχές της συγκρότησής της επιδόθηκε στο εμπόριο και στις αρχές του 13oυ αι. η δραστηριότητά της εξαπλώθηκε επίσης στον εμπορικό δανεισμό, προπάντων μετά τη μεγάλη τραπεζική κρίση της Φλωρεντίας… … Dictionary of Greek